- Τιμάνδρας
- Τιμάνδρᾱς , Τίμανδραfem acc plΤιμάνδρᾱς , Τίμανδραfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τυνδάρεος — και αττ. τ. Τυνδάρεως, εω, και έου και εος, ο, ΝΑ 1. μυθ. γιος τού Οιβάλλου και τής Γοργοφόνης ή τής Βάτειας, αδελφός τού Ικαρίου, τού Ιπποκόωντος, τού Αφαρέως, τού Λευκίππου και τής Αρήνης, θνητός σύζυγος τής Λήδας και πατέρας τής Ελένης, τής… … Dictionary of Greek
Μέγης — Μυθολογικό πρόσωπο που αναφέρεται από τον Όμηρο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Κτιμένης (κόρη του Λαέρτη) ή της Τιμάνδρας (αδελφή της Ελένης από τον Φυλέα). Συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο ως επικεφαλής σαράντα πλοίων και πολυάριθμου… … Dictionary of Greek